Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Ηρεμία πριν την καταιγίδα...

Ώρα 08:00 και η Αθήνα ακόμα κοιμάται… Πόσο όμορφη είναι αυτή η πόλη όταν οι άνθρωποί της βρίσκονται ακόμα στα ζεστά παπλώματά τους, όταν τα αυτοκίνητα ξεκουράζονται στα στενά δρομάκια ή στα κλειστοφοβικά υπόγεια γκαράζ των πολυκατοικιών και τα εμπορικά καταστήματα παραδίδονται στο καθημερινό τους spa από ταλαίπωρες κυρίες των βαλκανικών κυρίως χωρών. Οι φωτεινές κιτς επιγραφές των καταστημάτων έχουν κλείσει τον διακόπτη, οι δρόμοι παραμένουν για λίγα ακόμα λεπτά χωρίς σκουπίδια και εγώ έχω τη τύχη να ξεκινάω με τα πόδια από το Κουκάκι για να καταλήξω στην Αγίου Μάρκου  και να απολαύσω λίγες στιγμές ηρεμίας. Ηρεμία από το θόρυβο, από τις ενοχλητικές για τα οπτικά κύτταρα εικόνες και από την ανθρώπινη παρουσία που πολλές φορές καταντάει τόσο κουραστική που η φυγή σε κάποιο ερημικό νησί του Αιγαίου φαντάζει η μοναδική σωτηρία. 

Είχα πολύ καιρό να δω αυτήν την πλευρά της πόλης. Στον δρόμο που οδηγεί από το νέο hot spot αυτής της πόλης, την Ακρόπολη, μέχρι και το κέντρο της Πλάκας συναντώ μονάχα μαθητές δημοτικού που ετοιμάζονται να τρυπώσουν σε ένα από τα πιο παλιά δημοτικά σχολεία της Αθήνας και για λίγο γίνομαι και εγώ παιδί μαζί τους. Φοράω την κουκούλα μου, βγάζω τα ακουστικά για να ακούσω τις φωνές τους και να νιώσω τα νιάτα τους, χαμογελάω και παρατηρώ την όμορφη πλευρά της πόλης όταν ακόμα κοιμάται.

Λίγα λεπτά αργότερα βρίσκομαι στον πιο εμπορικό δρόμο της Αθήνας, την Ερμού, που μοιάζει περισσότερο με εγκαταλελειμμένη πόλη μετά από επιδημία παρά με πολυσύχναστο σημείο που δεσπόζει η ανθρώπινη πολυμορφία, ο θόρυβος και το χρήμα. Πόσοι από τους ανθρώπους που τη διασχίζουν καθημερινά θα μπορούσαν να περιγράψουν τον δρόμο αυτό με ακρίβεια; Πόσοι από εμάς γνωρίζουμε τι κτήρια την οριοθετούν, ποσό ψηλά εκτείνονται, ποια έχουν αλλάξει και ποια εξακολουθούν να κρατούν τον χαρακτήρα τους; 

Η ώρα έχει περάσει και τα πρώτα καταστήματα, αυτά που σερβίρουν καφέ και τυρόπιτες έχουν ήδη ανοίξει τις πόρτες τους και δίνουν προσωρινό καταφύγιο σε νυσταγμένους ανθρώπους λίγο πριν ξεκινήσουν τη δουλειά τους. Κατά μήκος της Αιόλου τα λίγα καταστήματα που έχουν ανοίξει τα ρολά τους αυτήν την ώρα δουλεύονται κυρίως από αλλοδαπούς οι οποίοι εκθέτουν το εμπόρευμά τους και περιμένουν να τσιμπήσουν τους σημερινούς αγοραστές. Ο Έλληνας είναι ακόμα στο καφέ που λέγαμε πριν…

Συμπέρασμα; Αυτήν την ώρα στην πρωτεύουσα της Ελλάδας η πλειοψηφία των ανθρώπων που κυκλοφορούν είναι μαθητές και αλλοδαποί. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι γίνεται πριν τις 08:00… Οι Έλληνες πάνε στη δουλειά τις μεγάλες ώρες, συνήθεια που δύσκολα κόβεται… όπως ακριβώς και το τσιγάρο.  Ξαφνικά πιάνω τον εαυτό μου να θέλει να κλείσει τα αυτιά του με το mp3, να βυθιστεί στους ήχους του Εν Λευκώ και να ξαναγίνει ο συνηθισμένος άνθρωπος που κινείται στην πόλη. Τα αυτοκίνητα μαζί με τους ιδιοκτήτες τους έχουν πια ξυπνήσει, οι άνθρωποι στο δρόμο αυξάνονται και πληθύνονται και το μισάωρο ηρεμίας και ευτυχίας χάνεται ως δια μαγείας δίνοντας τη θέση του στον πολιτισμό που αλήθεια κάνει τόση φασαρία … 

Δεν ξέρω πότε θα έχω ξανά την ευκαιρία να απολαύσω την πόλη όπως την είδα σήμερα το πρωί, αυτό που ξέρω όμως είναι ότι η ηρεμία που επικρατεί πριν από  μία δυνατή καταιγίδα είναι τόσο απειλητική που φαντάζει μαγική…

Υ.Γ. Το σημερινό μου κείμενο είναι αφιερωμένο σε μία φίλη που με έβαλε σε σκέψεις λέγοντας μου: «Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι ο πολιτισμός κάνει πολύ φασαρία;». Σε ευχαριστώ.

Νυχτερινές Περιπλανήσεις του Μυαλού



Σκέψεις από τη μεταφράστρια φίλη που αποτελεί πηγή έμπνευσης του blog.



Καταλαβαίνω ότι είναι ένα blog για τις ασχήμιες κυρίως αλλά και τις ομορφιές της Αθήνας. Και θέλω να το σεβαστώ. Αλλά δεν μπορώ να μην σκέφτομαι ότι η Αθήνα είναι μια πόλη ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλες. Και μια πόλη είναι ο καθρέφτης των ανθρώπων που ζουν και αναπνέουν σε αυτή, των ανθρώπων που πέρασαν και η σκέψη αυτών που θα ‘ρθουν. Πού θέλω να καταλήξω; Ότι, ναι με πειράζει που δεν μπορώ πια να χαζέψω τον Ιλισό και τον Κηφισό, με πειράζουν τα μουντά κτήρια και ο γκρίζος ουρανός, αλλά… 

Όταν μια πόλη μπαζώνει τα ποτάμια της σημαίνει ότι οι άνθρωποί της έχουν εδώ και χρόνια «μπαζώσει» τα μυαλά τους, έχουν περιορίσει τις σκέψεις στα στενά κεφάλια τους και δεν αφήνουν κανένα παραπόταμο να εισβάλλει στα όριά τους και να τα αλλάξει ίσως. Έχουν χρόνια εγκαταλείψει την προοπτική να αφήσουν τους ορίζοντές τους να ξεχυθούν στη θάλασσα και να ανοίξουν ίσως. 

Όταν μια πόλη απαρτίζεται από ανθρωποφάγες πολυκατοικίες και τσιμέντο σημαίνει ότι οι άνθρωποί της έχουν ξεχάσει να κοιτούν δεξιά και αριστερά, μα πάνω από όλα ψηλά. Περπατούν με το κεφάλι σκυμμένο και έτσι δεν τους νοιάζει. 

Όταν μια πόλη αναπνέει νέφος σημαίνει ότι οι άνθρωποί της έχουν ξεχάσει ότι κάθε ανάσα τους είναι μια ακόμα στιγμή στη ζωή τους. Γιατί βασικά δεν ζουν. Απλά ξυπνούν, κινούνται λίγο και ξανακοιμούνται. 

Όταν μια πόλη κρύβει τα αστέρια και το φεγγάρι σημαίνει ότι οι άνθρωποί της έχουν πάψει να ελπίζουν σε κάτι που να ξεπερνά τα όρια του δυνατού. Και ούτω καθεξής… 

Και δεν είναι μόνο η Αθήνα. Και δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Αυτό που δεν αντέχω όμως είναι ότι η όψη κάθε πόλης στην Ελλάδα, η εξέλιξή της μέσα στα χρόνια, αντικατοπτρίζει απόλυτα την πορεία των κατοίκων της. Αυτό που δεν αντέχω είναι ότι ένας άγγλος περιηγητής του 1800 ήλπιζε πως οι έλληνες, αν ελευθερώνονταν, θα μπορούσαν να φτιάξουν λίγο και ίσως να κάνουν και θαύματα. Ότι θα απαλλάσσονταν από προκαταλήψεις, θρησκεία και στερεότυπα, ότι θα αποκτούσαν παιδεία, ότι δεν θα φοβούνταν πια τους «ξένους περιηγητές του κόσμου». Αυτό που δεν αντέχω είναι ότι εγώ συνεχίζω να ελπίζω το 2011, μάταια ίσως…
                                                                                                                                        Chat noir

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Ον Κοινωνικό...

Ο Αριστοτέλης το ισχυρίστηκε πρώτος. Έκτοτε δε βρέθηκε κανείς που να μπορεί να το αμφισβητήσει. Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό. Ακόμα και σήμερα που κατηγορείται για αποξένωση και αποχαύνωση προερχόμενη από το facebook και τα κάθε λογής social media, διαφαίνεται αυτή η πρωτογενής του ανάγκη.  Με τα απανωτά friend requests που αυξάνουν τον αριθμό των «εικονικών φίλων», τα αλλεπάλληλα κλικ σε fan pages, τα likes σε updates φίλων και γνωστών, τα pokes και τα flirts, τη συμμετοχή σε ομάδες που τον αντιπροσωπεύουν και μέσα από μία σειρά νέων τεχνολογικών ευρημάτων παρατηρούμε ότι ο τρόπος μπορεί να  άλλαξε η ουσία όμως παραμένει η ίδια. Ο άνθρωπος είναι και νιώθει την ανάγκη να είναι «ον κοινωνικό».
 
Άλλοτε κατηγορείτο για τις αμέτρητες ώρες που σπαταλούσε μπροστά στο λεγόμενο «χαζοκούτι», λαμβάνοντας ελεγχόμενη και μερική ενημέρωση, παρακολουθώντας τη «σαβούρα» και τα «σκουπίδια» της ελληνικής τηλεόρασης, δεχόμενος αβίαστα και άκριτα κάθε τι που οι «μεγαλοκαναλάρχες» του σέρβιραν στο πιάτο. Τι κι αν το πιάτο ήταν Alessi, τι κι αν το πιάτο ήταν  αγορασμένο από το παζάρι, το περιεχόμενο ήταν το ίδιο. 

Το facebook έκανε τη δική του επανάσταση σε μία εποχή που ο άνθρωπος ζητούσε την αλλαγή και αδυνατούσε να την προκαλέσει από μόνος του. Πάντα βρίσκεται κάποιος πρωτεργάτης. Οργανώνεται, προτείνει και όσοι πιστοί προσέλθουν.  Κάπως έτσι δε λειτουργούν άλλωστε και όλα τα κινήματα ανά τους αιώνες; Με τη διαφορά βέβαια ότι στον 21ο αιώνα, τα κινήματα δημιουργούνται στο internet. Ένα ανάλογο κίνημα και αυτό  των ποδηλατών της Αθήνας, κίνημα που επικοινωνήθηκε καλύτερα μέσα από το facebook και το internet, είδε τα μέλη του να αυξάνονται και ξεκίνησε τις δράσεις του. 
Η πόλη μας εχτές το βράδυ γέμισε από ποδηλάτες, από ανθρώπους που έχουν μία κοινή αγάπη, μία κοινή ανάγκη, συσπειρώθηκαν και όπως κάθε Παρασκευή βράδυ έτσι και εχτές ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας. Τα πετάλια κινήθηκαν  στον ίδιο ρυθμό, οι φωνές και τα γέλια αντικατέστησαν το βουητό των αυτοκινήτων και η ατμόσφαιρα ανέπνευσε από την προσωρινή απουσία κάποιων εκατοντάδων αυτοκινήτων. Ρομαντικό ή μη, αληθινό ή μόδα, είναι ένα ακόμη «κίνημα», υποβοηθούμενο από το facebook και όλα αυτά τα «κανάλια επικοινωνίας» που θεωρούνται μοναχικά και εμπίπτουν στην ψυχολογική μελέτη χιλιάδων ειδικών. 

Τόπος συνάντησης το Θησείο με τελικό προορισμό ο νότος της Αττικής. Πέρασαν κάτω από το σπίτι μου, βγήκα στο μπαλκόνι, τους παρακολουθούσα λες και παρακολουθούσα λιτανεία και βαθιά μέσα μου ήμουν περήφανος. Χρησιμοποίησαν το facebook με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προώθησης του κινήματος (podilatistas δική μου επινόηση αλλά είναι και αυτό της μόδας) και αφού είχαν ολοκληρώσει τον στόχο τους, πάτησαν shut down και πήγαν να επικοινωνήσουν face to face

Μία σειρά από κανόνες που καθιστούν τη διαδρομή ασφαλής και διασκεδαστική είναι αναρτημένοι στο http://www.facebook.com/group.php?gid=49283986544 και περιμένουν τους πιστούς να γίνουν μέλη και να πάρουν μέρος στο δικό τους «αγώνα».  Αγώνας που βλέπουμε σιγά-σιγά να δικαιώνεται με τη θέσπιση ενός νέου μέτρου που επιτρέπει τη μεταφορά των ποδηλάτων στο μετρό. Μέτρο πιλοτικό που ευελπιστούμε να γίνει μόνιμο και να διευρύνει τους ορίζοντές του με περισσότερα ποδήλατα να επιτρέπονται καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας. 

Υ.Γ. Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέχουμε στα εξής “ιντερνετικά κανάλια»:
 
Και… Καλό Αγώνα!

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Πιάτσα Σοφοκλέους...

Δύο χρόνια πριν, σε μία πρώτη στιγμή συνειδητοποίησης της κατάστασης στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, έγραψα ένα κείμενο και το έστειλα για δημοσίευση στην Athens Voice. Από τότε τολμώ να πω ότι τίποτα δεν άλλαξε, εκτός από το γεγονός ότι η gallery που εκείνη την ημέρα επισκεπτόμουν αποφάσισε να μεταφερθεί.Για την ώρα ακολουθεί το κείμενο που είχε γραφτει εν ετει 2008.



Παρασκευή μεσημέρι

15:40



Στο κέντρο της πρωτεύουσας της Ελλάδας, Μέκκα των λαθρομεταναστών, των μαύρων και των άσπρων, των ξένων και των Ελλήνων, των επικίνδυνων και μη, των ναρκομανών και των νταβατζήδων, των κλεφτών και των εκβιαστών. Σοφοκλέους, μεσημέρι Παρασκευής, κατηφορίζω μετά από μία κουραστική εβδομάδα στο χάος που λέγεται Αθήνα για να χωθώ σε ένα χώρο τέχνης, να παρακολουθήσω τη δουλειά καλλιτεχνών που αγωνίζονται να πουν κάτι με το έργο τους (άσχετα αν κάνεις δεν τους ακούει όσο και αν φωνάζουν). Ξεχασμένα, μίζερα μαγαζιά μπαχαρικών, που κάποτε ομόρφαιναν την περιοχή με την μυρωδιά τους, στενά δρομάκια γεμάτα ανθρώπους από κάθε άλλη φυλή πέραν της ελληνικής, ένα σκουπιδιάρικο με Έλληνες εργαζόμενους που βρίζουν, φτύνουν και φωνάζουν, κορναρίσματα από τα σταματημένα (λόγω σκουπιδιάρικου) αυτοκίνητα, φωνές από μία γυναίκα που μόλις της έκλεψαν το κινητό. Δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συμβαίνει, δεν προλαβαίνω να επεξεργαστώ το περιβάλλοντα χώρο μου μάλλον κάποιο είδους πολιτισμικού σοκ διαπερνά τον οργανισμό μου.
Συνεχίζω να περπατάω έχοντας τα μάτια μου πια ανοικτά, κρατώντας καλά την τσάντα και με το κινητό στο χέρι, σε περίπτωση κινδύνου να προσποιηθώ ότι μιλάω. Κοιτάω διστακτικά δεξιά και αριστερά μαγαζιά όλα με μαρκίζες άγνωστης γραφής, με φάτσες άλλες συμπαθητικές και άλλες περίεργες, ύποπτες και λίγα μέτρα πιο κάτω μαζεμένοι κατά μήκους του δρόμου , στα στενά πεζοδρόμια, μαύροι και άλλοι μαύροι ίσως και κάποιοι λευκοί, σε καρφώνουν στα μάτια (ακόμα και αν φοράς γυαλιά), σε πλησιάζουν και σαν να σε ρωτούν τι ώρα είναι, σε ρωτούν αν θέλεις λίγο «μαύρο», σε προσκαλούν μαζί τους, φεύγεις, σε αγριοκοιτάζουν , προχωράς πιο κάτω να φτάσεις στον προορισμό σου, κι άλλοι μαζεμένοι, αυτή τη φορά πιο πολλοί, σε ξανά-πλησιάζουν, και πάλι η ίδια ερώτηση , με την ίδια εμμονή και επιμονή, σε καρφώνουν…. Διστάζω αυτή τη φορά… Κοντοστέκομαι για λίγα δευτερόλεπτα, το μάτι μου φτάνει ως το τέλος του δρόμου, εκεί θέλω να φτάσω… Θα τα καταφέρω; «Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι» έλεγε ο καβάφης στην Ιθάκη του, έλα όμως που φοβάμαι…

Εκεί είναι και άλλοι πιο πολύ, έχουν κλείσει το δρόμο, λίγο πιο δεξιά στα στενά, πρεζάκια κάνουν τη δόση τους, ένας την κτυπάει στα γεννητικά του όργανα ή κάπου εκεί κοντά, άλλοι βρίσκονται σαν νεκροί στη μέση του δρόμου, στους βρώμικους δρόμους, γεμάτους σύριγγες, αίμα, προφυλακτικά και σκουπίδια.

Δεν έφτασα ποτέ στον προορισμό μου, το σώμα μου αδυνατούσε να συνεχίσει και η ψυχή μου έτρεμε…. έκανα μεταβολή, χώθηκα στη μέση του δρόμου, ανάμεσα στα αυτοκίνητα που κατηφόριζαν στο δρόμο προκειμένου να προφυλαχτώ, να κρυφτώ να μην με πάρουν τα σκάγια… Εμπόλεμη ζώνη. Με εχθρούς, με νικητές και χαμένους, με ζωντανούς και νεκρούς, με θύτες και θύματα. Πεδίο μάχης. Με δυνατές ισοπεδωτικές βολές. Και σε όλα αυτά, η κοινωνία, εγώ, εσύ, ο διπλανός μας, η πολιτεία, απόντες. Προστατευμένοι στα σπίτια μας, καλλυμένοι στην άνεσή μας, ζώντας τη ζωή μας από μακριά , κρατώντας απόσταση. Και αναρωτιέμαι, μέχρι ποιο σημείο πρέπει να φτάσει η κατάσταση για να δοθεί επιτέλους μία λύση; Τα μαγαζιά στην ευρύτερη περιοχή κλείνουν το ένα μετά το άλλο, οι λιγοστοί απομείναντες καταστηματάρχες αγανακτισμένοι αλλά και φοβισμένοι κλειδαμπαρώνονται μέσα στα ίδια τους τα καταστήματα, η περιοχή μυρίζει ούρα και ναρκωτικά, οι δρόμοι εγκαταλελειμμένοι στη δική τους μοίρα, οι περαστικοί με άγρυπνα μάτια με το φόβο ζωγραφισμένο σε αυτά προσπαθώντας να προστατέψουν τον εαυτό τους. Που είναι το μεγαλείο και η ομορφιά του ιστορικού κέντρου; Τι κάνουμε για να προφυλάξουμε την πόλη μου ζούμε; Και τελικά ενδιαφέρεται κανείς για τη σωτηρία ή απλά έχουμε παγιδευτεί στον ατομικισμό μας, στην αδιαφορία μας και στην ικανοποίηση των πλασματικών μας αναγκών; Ο καθένας ας ψάξει την απάντηση στα μάτια των εκάστοτε θυμάτων του άδικου αυτού «πολέμου»….

Αυτό μας έλειπε...


Τη στιγμή που ξοδεύουμε τα ωραία λεφτουδάκια μας σε αξιόλογους διαγωνισμούς τραγουδιού και αγωνιούμε τι θέση θα καταλάβουμε στην τελική αναμέτρηση σε λίγους μήνες, σε έναν άλλο «διαγωνισμό» που αφορά στις καλύτερες και τις χειρότερες πόλεις του κόσμου, λάβαμε μόλις μετά βίας την 63η θέση. Θέση που μας τοποθετεί πολύ κοντά στις τριτοκοσμικές χώρες και μας απομακρύνει σαφώς από τις καλύτερες πόλεις του κόσμου. Βέβαια για αυτόν τον διαγωνισμό δεν είχαμε ξοδέψει ούτε χρήματα μα ούτε και άπειρες ανούσιες ώρες τηλεοπτικής συζήτησης. Μήπως ήρθε η ώρα να εστιάσουμε λοιπόν αλλού το ενδιαφέρον μας;

Η έρευνα αυτή διεξάγεται κάθε χρόνο από το περιοδικό «Economist» ανάμεσα σε 140 χώρες του κόσμου, βαθμολογώντας την ασφάλεια, την περίθαλψη, τον πολιτισμό, το περιβάλλον και τις υποδομές. Με βαθμολογία μόλις 81,2% η Αθήνα είναι μόνο λίγα επίπεδα πάνω από τα όρια βιωσιμότητας. Και θα μου πεις, την έρευνα περιμέναμε; Δεν το ξέραμε; Δεν το βλέπουμε από τη ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας, από τη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε καθημερινά στις μετακινήσεις μας, από την νοσοκομειακή περίθαλψη τα προβλήματα της οποίας συνεχώς εντείνονται δυσκολεύοντας ασθενείς και συγγενείς, από το περιβάλλον που το έχουμε κατακρεουργήσει στο βωμό του κέρδους και του συμφέροντος, από τις υποδομές που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ επειδή τα λεφτά φώλιασαν στις τσέπες των πολιτικών και από μία σειρά άλλων παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν περίτρανα τα αποτελέσματα της έρευνας;
Η αλήθεια, είναι ότι το ξέρουμε, το ξέραμε χρόνια τώρα, το βλέπαμε να συμβαίνει αλλά κλείναμε τα μάτια. Χρόνια τώρα αντιλαμβανόμασταν τη σήψη που πλησιάζει, παρατηρούσαμε την αλλοίωση της πόλης που κάποιοι ακόμα αγαπάμε αλλά λίγοι ήταν αυτοί που μάχονταν για να την αλλάξουν. Αισθάνομαι σαν ξαφνικά η Αθήνα και η ανάγκη να ασχοληθούμε μαζί της, έγινε μόδα. Κάτι οι δημοτικές εκλογές, η είσοδός μας στο ΔΝΤ που νομιμοποίησε την καθημερινή γκρίνια, οι αμέτρητες απεργίες (θέμα που θα επανέλθω σε λίγες μέρες), τα βίαια περιστατικά στο κέντρο της πόλης, οι άδικοι θάνατοι, το λουκέτο σε μία πλειάδα καταστημάτων , έστρεψαν το ενδιαφέρον των κατοίκων στην προστασία της πόλης, όταν όμως ήταν ήδη αργά. Το κακό είχε ήδη συμβεί…

Όταν ακόμα ο ελληνικός λαός είχε χρήμα, όταν οι απολύσεις δεν απασχολούσαν την ημερήσια διάταξη, όταν όλοι αγωνιζόμασταν για κάποια ευρώ παραπάνω, όταν το μόνο που μας απασχολούσε ήταν τα ψώνια, τα ταξίδια, η ανέγερση οικοδομών, η Αθήνα είχε περάσει στα ψιλά γράμματα και λίγοι παρατηρούσαν τις ραγδαίες αλλαγές. Είχαμε αποχαυνωθεί από τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου Αθηναίων, είχαμε εντυπωσιαστεί από την αναβάθμιση περιοχών με τη δημιουργία lofts και είχαμε πειστεί ότι μετατρεπόμαστε στη Νέα Υόρκη της Ευρώπης. Το αμερικάνικο όνειρο έχει φωλιάσει τελικά μέσα μας και συνειδητά ή μη αυτό μας καθοδηγεί. Ευτυχώς ή δυστυχώς απέχουμε πολύ και από τη Νέα Υόρκη αλλά και από τις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και πια δεν είναι εικασίες και συγκρίσεις κάποιων αλλοπαρμένων, «ψωνισμένων» Νεοελλήνων που ταξιδεύουν συχνά και έχουν μέτρο σύγκρισης αλλά αποτυπώθηκε και στο χαρτί μέσα από την έρευνα αυτή. Ζούμε και επίσημα σε μία άσχημη πόλη που απέχει πολύ από την αίγλη και το μεγαλείο της Αθήνας κάποια χρόνια πριν. 

Μήπως τελικά ο Παπαθεμελής είχε δίκιο όταν εισήγαγε το ωράριο λειτουργίας στα νυχτερινά μαγαζιά; Μήπως είναι η ώρα να αφήσουμε στην άκρη τον φραπέ και το τσιγάρο, τα ποτά και τα κρασιά και να σταματήσουμε να καμαρώνουμε για τη φοβερή ζωή της Ελλάδας με τα ξενύχτια και τις κραιπάλες; Μήπως πρέπει να κλειστούμε στα γραφεία και στα σπίτια μας, να σκύψουμε το κεφάλι και να δουλέψουμε από κοινού για να παράγουμε έργο; Έργο που θα μας ανεβάσει στην εκτίμηση των ξένων αλλά πάνω από όλα έργο που θα μας κάνει έστω και μία φορά να αισθανθούμε χρήσιμοι στην εξέλιξη αυτής της κοινωνίας που πια όλοι αγαπάμε! 

Το παραδέχομαι και εγώ ότι η πολιτική ηγεσία αυτής της χώρας μπάζει από παντού. Νιώθουμε όλοι εξαπατημένοι, προδομένοι και ηττημένοι. Αλλά ας αναλογιστούμε και το δικό μας μερίδιο ευθύνης και ας σταματήσουμε να κατηγορούμε μόνο τους «άλλους» για τη δική μας σήψη. Ο καθένας μέσα του γνωρίζει το μέγεθος συμμετοχής του στην κάμψη της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας, ας το παραδεχτεί και ας δούμε από κοινού πως θα μπορέσουμε την επόμενη χρονιά να αλλάξουμε τη θέση που φέτος μας δόθηκε από το περιοδικό Economist και μόνο με ντροπή μπορεί να μας γεμίσει.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Αναπνεύστε γιατί χανόμαστε...

«Ο Ιλισός και ο Κηφισός είναι στα πόδια μας χρυσός.»

«Πώς η πόλη που αγαπήσαμε μετατρέπεται σε πόλη που φοβόμαστε», θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος του παρόντος κειμένου. Μία πόλη-τερατούργημα, δημιούργημα του ιδιωτικού κέρδους και της εκλογικής πελατείας, που της λείπει το οξυγόνο αφενός και η αισθητική αφετέρου. 

Πόσες ομορφιές της μας δόθηκαν απλόχερα και πόσες από αυτές τελικά εκμεταλλευτήκαμε; Μας προίκισε με ποτάμια, πράσινο και εμείς ως βάναυσοι καταπατητές φροντίσαμε σε σύντομο χρονικό διάστημα να τα «θάψουμε», σκεπάζοντάς τα με μπετόν, μπετόν και άλλο μπετόν. Ποτάμια έδωσαν τη θέση τους σε αυτοκινητοδρόμους, μετατρέποντας το αυτοκίνητο σε αποκλειστικό μέσο μετακίνησης, δέντρα ξεριζώθηκαν για να φιλοξενήσουν άχαρες, στενόχωρες, τσιμεντένιες πολυκατοικίες, εντείνοντας το αίσθημα της κλειστοφοβίας και της αποπνιξίας ενώ ταυτόχρονα δασικές εκτάσεις πυρπολήθηκαν επιτρέποντας την ανοικοδόμηση αυθαιρέτων επεκτείνοντας το πολυσυζητημένο σχέδιο πόλης. 

Πόσα νεοκλασικά κτήρια (βίλες συγκεκριμένα) που συνέθεταν την εικόνα της πόλης στις αρχές του 20ου αιώνα κατεδαφίστηκαν με σκοπό τη δημιουργία των γνωστών μεγαθήριων που στεγάζουν γραφεία υπηρεσιών στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου; Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες προστατεύουν σαν ανεκτίμητο θησαυρό ανάλογα κτήρια προσελκύοντας τουρίστες από όλες τις πλευρές του κόσμου, τουρίστες που φέρνουν χρήμα, χρήμα που οδηγεί στην ανάπτυξη κ.ο.κ. Αδυνατώ να συλλάβω το σκεπτικό των υπευθύνων κατεδάφισης των κτηρίων όπως αδυνατώ να κατανοήσω την επιθυμία κατεδάφισης των νεοκλασικών οικοδομημάτων στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου επειδή αποτελούσαν εμπόδιο στη θέα της Ακρόπολης από την πλευρά του Μουσείου. Τι άλλο θα ακούσουμε, Θεέ μου; 

Όλοι αναζητούν την ρίζα του προβλήματος μοιράζοντας την ευθύνη ανάμεσα στη Μικρασιατική καταστροφή με τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας, στην εποχή του καραμανλικού εκσυγχρονισμού και της αντιπαροχής (στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα) και στην εποχή της χούντας. Είναι από τις φορές που αρνούμαι να ανατρέξω στη βάση του προβλήματος και να κάνω εικασίες για τις αμέτρητες επιλογές που σαφώς θα υπήρχαν και τις λάθος αποφάσεις που τελικά πάρθηκαν. 

Με διαπερνά ρίγος όταν σκέφτομαι ότι το νερό κάτω από τη Σταδίου κυλάει ακόμα εγκλωβισμένο σε ένα σκοτεινό περιβάλλον, κρυμμένο σαν το ίασμα αυτής τη πόλης, και από πάνω τόσα εκατομμύρια πόδια περνούν αδιάφορα, βιαστικά, ρομποτικά ασχημαίνοντας αυτό το αστικό περιβάλλον (urban life). Ο Ιλισός, το μεγαλύτερο ποτάμι που διέσχιζε την Αθήνα «τιμωρήθηκε» με μπετόν από το 1948 που άρχισαν οι εργασίες κάλυψής του δημιουργώντας αυτοκινητόδρομους, με ηχορύπανση, σκόνη και νέφος. Πόσο διαφορετικό όμως θα ήταν το τοπίο με το ποτάμι να συνεχίζει να διασχίζει την πόλη, το πράσινο να εξακολουθεί να προσθέτει τη γοητεία του και τους ανθρώπους να μπορούν να απολαύσουν μία όαση οξυγόνου, κάνοντας βόλτα και αναπνέοντας ; 

Πόση ακόμα πολυκατοικία και πόσο ακόμα γκρίζο μπορεί να αντέξει μία πόλη; Η οικονομική κρίση έφερε μαζί της μία πλειάδα αρνητικών συνεπειών. Εντούτοις έκανε και ένα καλό… Πάγωσε την ανέγερση οικοδομών, σταμάτησε την ατέρμονη παραγωγή πολυκατοικιών δίνοντας ένα ίσως τελευταίο περιθώριο στου ιθύνοντες να επαναπροσδιορίσουν και να αναζητήσουν εκ νέου τις λύσεις για την Αθήνα που μας αξίζει… Λύσεις που έχουν διατυπωθεί ουκ ολίγες φορές από αρχιτέκτονες και περιβαλλοντολόγους αλλά έχουν μείνει στα χαρτιά και στο μυαλό κάποιων υπεραισιόδοξων που παρόλα αυτά εξακολουθούν και αγαπούν την πόλη που τους φιλοξενεί. 

Υ.Γ. Το κείμενο είναι αφιερωμένο σε μία φίλη μεταφράστρια η οποία εξ αφορμής ενός βιβλίου που μεταφράζει σχετικά με τις περιηγήσεις ενός Άγγλου στην Αθήνα του 1890-1900, με ρώτησε αν μπορεί να πάει να χαζέψει τον Ιλισό και το όμορφο πράσινο τοπίο που τον περιτριγυρίζει. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πόσο γέλασα αλλά και πόσο τελικά θύμωσα.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Όνειρο ήτανε...

Η πραγματικότητα με ξεπερνάει για χιλιοστή φορά. Λαθρομετανάστες καταλαμβάνουν το κτήριο της  Νομικής. Πανεπιστημιακό άσυλο. Τα ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναμεταδίδουν την είδηση. Η Ελλάδα βάλλεται από παντού. Θυμάμαι ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να αυξήσει τα ταμεία της από τον τουρισμό. Στο σημείο αυτό γελάω. Η Μέργκελ τρίβει τα χέρια της (αυτά τα βουτηγμένα στο χρήμα) και τα ελληνικά αξιότιμα μέσα μαζικής ενημέρωσης ξεκινούν τις αναλύσεις, τις εικασίες και τις υποθέσεις. Πόση μπαρούφα μπορεί να ανεχτεί η νοημοσύνη μας;

Νέα δημοσίευση στο φύλλο της κυβέρνησης. Αύξηση και διαχωρισμός στα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Ζούμε μεγάλες στιγμές. Η αριστερά αγωνίζεται για τα δικαιώματα των ανέργων, των φοιτητών και των πολύτεκνων. Ενώ εγώ που παίρνω αυτόν τον υψηλό βασικό μισθό είμαι σε θέση να πληρώνω και τα εισιτήρια, και τη ΔΕΗ και την καθαρά πολιτικοποιημένη ΕΡΤ και τα ταξί για να πηγαίνω στη δουλειά  όταν απεργούν τα μέσα μεταφοράς και το φπα στα είδη βασικής ανάγκης. Ποιόν κοροϊδεύουμε;

Μία Αθήνα που έχει μπουχτίσει στο ενοικιάζεται και στο πωλείται και ιδιοκτήτες που εξακολουθούν να απαιτούν χωρίς να έχουν καμία συναίσθηση της πραγματικότητας. Η συνήθεια δύσκολα κόβεται και η εποχή προ ΔΝΤ μας έχει κακομάθει. Οι ουρές στα ταμεία του ΟΑΕΔ αυξάνονται, τα ποσοστά ανεβαίνουν επικίνδυνα και οι δείκτες κτυπάνε κόκκινο. Οι μισθοί έχουν πάρει την κατιούσα και η μύτη των υπαλλήλων έχει πάρει την ανιούσα. Θύμισε μου το λόγο!!

Όλοι πια για κάτι έχουμε να γκρινιάζουμε. Όλοι πια κάτι θέλουμε να διεκδικήσουμε. Όλοι πια για κάτι αγωνιζόμαστε. Και αν γίνει και μόδα με πιο πολύ πειθώ και αυτοπεποίθηση ξεχυνόμαστε στους δρόμους. Είμαι μέλος της επανάστασης και νιώθω περήφανος. Τι ειρωνεία.

Οι νέοι ψάχνουν διεξόδους στα ξένα χώματα. Οι τυχεροί και τολμηροί προχωράνε. Οι άλλοι απλά ονειρεύονται. Η Ελλάδα αποδυναμώνεται από παντού, ο Γιωργάκης προτείνει την παραμονή και κουράγιο ενώ ο Κωστάκης παρατηρεί με καμάρι την αποκάλυψη του ανδριάντα. Αυτή η προβολή και ματαιοδοξία είναι που μας οδήγησε στο ΔΝΤ. Ο Βενιζέλος ανακοινώνει ότι η στρατιωτική θητεία δε θα αυξηθεί. Αλήθεια; Έχω συγκινηθεί με τη μεγαλοψυχία σου και στο μυαλό μου στριφογυρίζει η φράση: Πού πας βρε Καραμήτρο;

Κάποιος μάλλον μας κάνει πλάκα ή μάλλον κάποιος μας μάτιασε. Θυμάμαι βέβαια και μία φράση της σοφής γιαγιάς μου: Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται. Εσείς χαρήκατε πολλά χρόνια και τυχεροί ήσασταν. Πολλοί αδόκιμοι όροι έρχονται στο μυαλό μου. Το ελέγχω και δε θα πω τίποτα.

Ίσως κάπου εδώ πρέπει να προτείνω μία λύση. Έναν χρόνο πριν ίσως και να μπορούσα  να μιλήσω για πολιτισμό, για ελληνικότητα, για αίσθηση και συναίσθηση, για ομαδικό πνεύμα και θάρρος. Σήμερα δεν μπορώ. Είναι όλα αξίες που απέχουν πολύ από την ελληνική πραγματικότητα και ουδεμία σχέση έχουν με την ελληνική κοινωνία. Ας πάρουμε όλοι ένα κίτρινο αυτοκινητάκι, ένα τσιγαράκι και μία φραπεδιά, ας ξεχυθούμε στους δρόμους άκομψα και άτσαλα και ας διεκδικήσουμε τα περισσότερα με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια. Αυτό δε μας μάθανε;

Ικα του Νέου Κόσμου...

Είναι μία βροχερή μέρα του Φλεβάρη, από αυτές που η κίνηση στους δρόμους θυμίζει μία τριτοκοσμική χώρα και που τα βλέμματα των περαστικών μοιάζουν λες και ετοιμάζουν επίθεση σε όποιον κι αν βρεθεί μπροστά τους.
Μία γραφειοκρατική δουλειά με σπρώχνει θέλοντας και μη στο ΙΚΑ του Ν.Κόσμου, σε αυτό το παλιό, άχαρο κτίριο, που νιώθεις λες και μπαίνεις σε καταληψιακό χώρο περισσότερο παρά σε διοικητικές υπηρεσίες υγείας. Ανεβαίνω στον δεύτερο όροφο και περιμένω υπομονετικά να έρθει η σειρά μου, παρατηρώντας τον κόσμο που βρίσκεται στο χώρο. Οι υπάλληλοι φωνάζουν σε ηλικιωμένους ανθρώπους, τους πετάνε τα χαρτιά, τους παραπέμπουν από γραφείο σε γραφείο, οι πιο τολμηροί βρίζουν, άλλοι μιλούν δυνατά στο κινητό λες και βρίσκονται στον ιδιωτικό χώρο του υπνοδωματίου τους, μία κοπέλα διαβάζει ένα βιβλίο, μία άλλη ασχολείται με το i -phone της και εγώ απλά τους παρατηρώ, ευχόμενος να μπορούσα να ανάψω εκεί ένα τσιγάρο και να φυσήξω εκδικητικά και με μανία τον καπνό μου στις μούρες τους.
Το μισάωρο αναμονής έχει περάσει, η σειρά μου πλησιάζει- έχω το νούμερο 174- και ο "καλός συνταξιούχος κυριούλης" που έχει το νούμερο 173 πλησιάζει το ταμείο. Εξ΄αρχής φαίνεται ότι τα πράγματα δεν θα πάνε καλά. Η υπάλληλος κάτι του εξηγεί,πολύ ευγενικά μπορώ να πω, αυτός λες και δεν άκουσε τίποτα συνεχίζει φωναχτά τη δική του ιστορία, η κυρία του ξανα-εξηγεί, ο κύριος ξανα-φωνάζει και συνειδητοποιώντας ότι δυστυχώς τίποτα δε μπορεί να αλλάξει σωπαίνει και περιμένει να τελειώσει. Τα λεπτά περνούν και στο μεσοδιάστημα πιάνω τη συζήτηση με μία κυρία δίπλα μου η οποία μου εξηγεί πως ακριβώς λειτουργεί το σύστημα αναμονής των ανθρώπων στο ΙΚΑ, το ωράριο λειτουργίας, τις φορές που έχει περιμένει μισάωρο για να τις ανακοινώσουν ότι έκλεισαν και ότι δε θα εξυπηρετηθεί και άλλα τέτοια τραγελαφικά.
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω ότι ο κύριος σιγά-σιγά μαζεύει τα πραγματάκια του, τα τοποθετεί στις νάιλον σακούλες που  κουβαλάει και ετοιμάζεται να αναχωρήσει. Το καντράν φωτίζει το νούμερο 174 και εκεί στο μεταίχμιο του να σηκωθώ ή να μη σηκωθώ, παρατηρώ ένα χαρτάκι να πέφτει στο πάτωμα. Δεν τόλμησα να σκεφτώ φυσικά ότι είχε πέσει επίτηδες. Μαζί με εμένα βέβαια, το είδαν και οι ύπολοιποι υπομονετικοί άνθρωποι με έναν από αυτούς να παίρνει την πρωτοβουλία και να παροτρύνει τον ταλαίπωρο συνταξιούχο να το μαζέψει. Η απάντηση δια στόματος του κυριούλη με άφησε με το στόμα ανοικτό:
- Δεν το χρειάζομαι , ευχαριστώ. Είναι το χαρτάκι που έδειχνε τη σειρά μου.
- Και θα το αφήσετε κάτω;
- Ναι...θα έρθει η καθαρίστρια να το μαζέψει. 
- Κύριε και στο σπίτι σας έτσι πετάτε τα χαρτιά;
- Και τι σε νοιάζει εσένα, μωρή;
Και ακολούθησε ένα μεγάλος διάλογος βρισιδιών, φωνών και αντάρας με τον ανυπάκουο και "επαναστάτη κύριο " να βρίζει το σύστημα, το ΙΚΑ, την κυρία και όλους εμάς που με το στόμα ανοικτό παρακολουθούσαμε τα όσα διαδραματίζονταν. 

Θύμωσα... Αυτός είναι ο πολιτισμός μας! Αυτό ονομάζεται κοινό πνεύμα και κοινή ανησυχία! Αυτοί είμαστε τελικά. Για την ιστορία να σημειώσω ότι στον χώρο υπήρχαν και άλλα τέτοια μικροσκοπικά χαρτάκια που κάποια καλή καθαρίστρια θα ερχόταν να τα μαζέψει. Δούλους δεν έχουμε, δούλους θέλουμε. Όπου μας παίρνει βέβαια...



Ας Συστηθούμε...

Η αφορμή:

Ένας συνταξιούχος  που πέταξε τα σκουπίδια του μπροστά από τα ταμεία του ΙΚΑ στον Ν.Κόσμο, αρνούμενος να τα μαζέψει παρά τις αντιδράσεις του υπόλοιπου κόσμου.

Η ιδέα: 

Σε αυτήν την πόλη, ευτυχώς η δυστυχώς, έχουμε ζήσει πολλά, έχουμε πολλά να μοιραστούμε, πολλά μικρά, καθημερινά που χαλάνε τη διάθεσή μας και επιβεβαιώνουν όσους ισχυρίζονται ότι η Αθήνα είναι μία ζούγκλα, μία πόλη κουραστική και με χαμηλό επίπεδο ζωής. 

Στόχος: 

Όλες αυτές οι εμπειρίες να συγκεντρωθούν σε ένα blog, να ανταλλάσσονται απόψεις/εμπειρίες και να αναζητήσουμε από κοινού τον τρόπο αντιμετώπισης όσων μας εκνευρίζουν στην πόλη αυτή.